Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

ΜΥΤΑΡΑΣ-ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ στην EPsilon Art Gallery



H EPsilon Art Gallery
σας προσκαλεί

στην Oμαδική Έκθεση

3 καταξιωμένων ζωγράφων:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ
ΧΡΟΝΗΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ


Διάρκεια έκθεσης: 2 – 30 Απριλίου 2012
Ώρες λειτουργίας έκθεσης:
καθημερινά 11:00- 13:00 / 18:30 – 20:30 (εκτός Τετάρτης απόγευμα)

ΕPsilon Art Gallery, Παναγίας Γιάτρισσας 12, Λουτράκι ,
mail: epsilon.art.studio@hotmail.com, www.epsilonartgallery.blogspot.com, 6977878481




video's









Δημήτρης Μυταράς - Ζωγράφος




Ο Δημήτρης Μυταράς γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1934.
Σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ. Αθηνών (1953-1957) κοντά στο Μόραλη και τον Παπαλουκά.
Με υποτροφία από το 'Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών παρακολούθησε μαθήματα σκηνογραφίας στην Ecole nationale superieure des arts decoratifs (1961-1964) και εσωτερικής διακόσμησης στη Metiers d' art, στο Παρίσι. Την περίοδο 1964-1972 ανέλαβε τη διεύθυνση του Εργαστηρίου Εσωτερικής Διακόσμησης του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα.
Μαζί με τη σύζυγό του, Χαρίκλεια Μυταρά και τη βοήθεια του Δήμου Χαλκίδας, ίδρυσε το 1978 Σχολή Ζωγραφικής στη γενέτειρά του. Το 1969 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Ζωγραφικής της Α.Σ.Κ.Τ., όπου, από το 1975, διδάσκει ως τακτικός καθηγητής.
Ένας από τους σημαντικούς και πιο παραγωγικούς ζωγράφους της σύγχρονης Ελλάδας, ο Δημήτρης Μυταράς, έχει παρουσιάσει το έργο του σε περισσότερες από είκοσι ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Λάρισα, Ηράκλειο, Χανιά, Μπολόνια, Φλωρεντία, Γένοβα, Ρώμη, Παρίσι κ.ά. Οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις ανά την υφήλιο ξεπερνούν τις τριάντα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται σημαντικές διεθνείς διοργανώσεις, όπως η Biennale της Αλεξάνδρειας (1958 και 1966), Νέων του Παρισιού (1960), του Sao Paulo (1966) και της Βενετίας (1972). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα που σχεδίασε και πραγματοποίησε σε δημόσιους χώρους. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι οι τοιχογραφήσεις στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Αστέρας της Βουλιαγμένης (1968), στο περίπτερο της Esso Pappas στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (1968), σε υποκαταστήματα τραπεζών (Iονική - Λαϊκή Τράπεζα Χίου και Εμπορική Τράπεζα Ύδρας, Τήνου και Σκιάθου το 1970 και Εμπορική Τράπεζα Φρανκφούρτης το 1972), στο κτίριο της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (1972), στο εργοστάσιο Famar και Σ. Η. & Λ. Μεταξά (Αθήνα, 1974), καθώς και το διακοσμητικό πανό για το Μαιευτήριο Μητέρα. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε εκτεταμένα με τη σκηνογραφία. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε επανειλημμένα με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με το Θέατρο Τέχνης, το Αμφι-Θέατρο και το Εθνικό, σε παραστάσεις ποικίλου δραματολογίου, από την αρχαία τραγωδία μέχρι τους σύγχρονους συγγραφείς.


Eικαστική πορεία

Αφετηρία της ζωγραφικής του υπήρξε από την αρχή της σταδιοδρομίας του η ανθρώπινη μορφή. Κινούμενες μεταξύ ενός άλλοτε περισσότερο ρεαλιστικού ιδιώματος και άλλοτε εγγύτερα σε εξπρεσιονιστικούς τρόπους έκφρασης, οι συνθέσεις του Μυταρά διακρίνονται για τον έντονο συναισθηματικό χρωματισμό τους. Το σχέδιο είναι ελλειπτικό, αλλά δυναμικό. Η γραμμές περιγράφουν απλώς τις μορφές χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, πλάθουν ογκομετρικά το χώρο και ορίζουν προοπτικά τον τόπο της δράσης. Το χρώμα παίζει έναν ισότιμο ρόλο. Προτιμά τα θερμά χρώματα, κυρίως κόκκινο και κίτρινο, τα οποία χρησιμοποιεί καθαρά και έντονα. Στην αντιπαράθεσή τους με το μαύρο και το μπλε οδηγούν σε ισορροπημένα αποτελέσματα.

Ξεκινώντας από περισσότερο αφηρημένες φόρμες στη δεκαετία του '60, ο Μυταράς πέρασε σε τρόπους έκφρασης εγγύτερους στον κριτικό ρεαλισμό, για να κατασταλάξει, από το 1975 και μετά σ' ένα εξπρεσιονιστικό ιδίωμα. Πάγια, ωστόσο, είναι η κριτική διάθεση απέναντι στα γεγονότα της τρέχουσας πραγματικότητας. Τα Κορίτσια στον κήπο και οι Καθρέφτες (1960-1964), από τις πρώτες σειρές έργων του, σηματοδοτούν την πιο αφαιρετική περίοδο της πορείας του. Ακόμα όμως και αυτές χαρακτηρίζονται από την ανθρώπινη παρουσία. Περισσότερο εμφανές και ενδιαφέρον είναι το φαινόμενο αυτό στους Καθρέφτες, οι οποίοι, με τις διαθλάσεις που προκαλούν, επιτρέπουν τη μετάλλαξη και την αναδόμηση μορφών και αντικειμένων. Φαίνεται ότι αποτελούν το θεματικό άλλοθι του καλλιτέχνη για την απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, που μοιάζει να βρίσκεται μέσα σε μαγική εικόνα. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας το '60 διερευνά τις δυνατότητες του φωτο-ρεαλισμού. Συγκεντρώνει εκατοντάδες φωτογραφίες, που τραβά ο ίδιος ή αποσπά από εφημερίδες ή άλλα έντυπα. Αυτές αποτέλεσαν την αφετηρία για τα Φωτογραφικά ντοκουμέντα (1966-1970), μιας σειράς που αναφέρεται στις συνθήκες της δικτατορίας στην Ελλάδα. Διατηρώντας το κριτικό βλέμμα του ο καλλιτέχνης τοποθετεί ανθρώπους μπροστά σε νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας, αντιπαραθέτοντας πολιτιστικό παρόν και παρελθόν, εφήμερο και αιώνιο. Ένα κόκκινο βέλος που μοιάζει να υποδεικνύει το θέμα του πίνακα απαντάται σαν μοτίβο στους περισσότερους πίνακες της περιόδου.
Η σειρά Ελληνικά τοπία, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του '70, βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα προσχέδια που έγιναν στο χώρο της αρχαίας Αγοράς των Αθηνών. Αρχαία ερείπια, ακρωτηριασμένα αγάλματα, κίονες και κιονόκρανα πεσμένα στο έδαφος, αλλά και νεοκλασικά σπίτια, ενσωματώνονται στα έργα αυτά και μεταδίδουν μια καταθλιπτική αίσθηση φθοράς. Τα Επιτύμβια (1971-1976) αναφέρονται επίσης στο συσχετισμό παρόντος -παρελθόντος, αλλά και στην υπαρξιακή σχέση ζωής - θανάτου. Χρησιμοποιώντας τη μορφολογία των αρχαιοελληνικών επιτύμβιων στηλών του Κεραμεικού, ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει πορτρέτα σε θανατική ακινησία. Στα μέσα της ίδιας δεκαετίας το μοτίβο της μοτοσυκλέτας έλκει την προσοχή του. Παραμορφωμένοι από τα κράνη ασφαλείας, οι μοτοσυκλετιστές του γίνονται ένα με τις μηχανές που οδηγούν. Σχηματοποιημένα και γενικευτικά στοιχεία που κινούνται σε δεύτερο επίπεδο, νευρικές πινελιές και έντονα χρώματα, μεταδίδουν την αίσθηση της ταχύτητας, καθώς και την οπτική του εν κινήσει ατόμου, που δεν μπορεί να επικεντρώσει το βλέμμα του κάπου αλλά παρακολουθεί το χώρο μέσα από μια συνεχή παραμόρφωση. Γεμάτα απειλητική ένταση και κίνηση, τα έργα αυτά εκφράζουν την κριτική στάση του Μυταρά απέναντι στον αγχωτικό ρυθμό της σύγχρονης ζωής. Τον ίδιο τρόπο γρήγορης γραφής χρησιμοποίησε για μια σειρά τοπίων στα τέλη της δεκαετίας του '70, που αυτή τη φορά απεικόνιζαν το αλλοτριωμένο από τις γραφικές τέχνες αστικό τοπίο και τους δρόμους των πόλεων, γεμάτους σήματα οδικής κυκλοφορίας.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 και σ' όλη τη διάρκεια της επόμενης τα Πορτρέτα συγκεντρώνουν το εικαστικό ενδιαφέρον του, αν και από την αρχή της πορείας του ποτέ δεν έπαψε ουσιαστικά να ασχολείται με το είδος. Έμπνευση γι' αυτά αντλεί από γνωστές γυναικείες μορφές (Πέγκυ Ζουμπουλάκη, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα κ.ά.). Αν και παραμένουν αναγνωρίσιμες, το κέντρο βάρους μετατοπίζεται συχνά στη χειρονομία και στην προκλητική χρήση έντονων χρωμάτων. Η περιγραφή περιορίζεται στο πρόσωπο που απεικονίζεται, ενώ ο υπόλοιπος πίνακας βασίζεται στη σχηματοποίηση και την έμφαση στις εξπρεσιονιστικές αξίες. Στοιχεία του χαρακτήρα των μοντέλων του εμφανίζονται μέσα από τα αντικείμενα που το συνοδεύουν, π.χ. ένα αυτοκίνητο, ένα γλυπτό κ.λπ. Οι Σκηνές από το Φανταστικό θέατρο, στα τέλη της δεκαετίας αυτής αποτελούν μια εντονότερη προσήλωση στο ζήτημα της απόδοσης χώρων. Κινούνται παράλληλα με τη συχνότερη ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία.
Η δεκαετία του '90 χαρακτηρίζεται από μεγάλων διαστάσεων έργα, που αποτελούν ένα είδος αναδρομής σ' ολόκληρη την πορεία του. Μορφές, σύμβολα και τρόποι, που κατά καιρούς χρησιμοποίησε, εμφανίζονται προσαρμοσμένα σε νέες συνθετικές λύσεις και μορφικά αποτελέσματα. Συνηθέστερα, παλιοί πίνακες του καλλιτέχνη απεικονίζονται στο περιβάλλον του εργαστηρίου του, μαζί με πινέλα, σωληνάρια χρωμάτων, παλέτες και καβαλέτα. Η αίσθηση που μεταφέρεται δεν είναι εκείνη της ήρεμης παρατήρησης. Οι μορφές γεμίζουν ασφυκτικά το χώρο, οι πίνακες παρατάσσονται ο ένας πάνω στον άλλο, συγκοπτόμενοι και ελλειπτικοί.
Συντάχθηκε από τον Τσακλανο Γ.


Φωτογραφίες από το προσωπικό χώρο του κου Μυταρά







Ο κος Μυταράς συνομιλεί τηλεφωνικά με τον κο Μπότσογλου


Ο Δημήτρης Μυταράς, Ακαδημαϊκός και Ομότιμος Καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών: Από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους, με την πολυσχιδή και άκρως πρωτότυπη δημιουργία του, ο κ. Δημήτρης Μυταράς έχει συμβάλει όσο λίγοι στην ανανέωση του μεταπολεμικού ελληνικού εικαστικού λόγο και την προβολή του σε διεθνές επίπεδο,
βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ παρουσία του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας.



Το σπουδαιότερο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων των ΗΠΑ, το Weatherhead του Harvard University εντάσσει από φέτος και για κάθε χρόνο στο «Πρόγραμμα Πολιτιστικής Πολιτικής» ένα νέο θεσμό προβολής του ελληνικού πολιτισμού τιμώντας διακεκριμένους εκπροσώπους του. Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι να στρέψει την προσοχή στη σημερινή πνευματική Ελλάδα και να αναδείξει τις σταθερές δημιουργικές της δυνάμεις στο χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών.

Ο νέος θεσμός εγκαινιάστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2011 σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, στη διάρκεια της οποίας τιμήθηκαν διακεκριμένες προσωπικότητες της σύγχρονης ελληνικής πολιτιστικής δημιουργίας.




Χρόνης Μπότσογλου, Ζωγράφος, χαράκτης, Θεσσαλονίκη, 1941






Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1961-1965), κοντά στο Γ. Μόραλη. Συνέχισε τις σπουδές του στην École des Beaux-Arts (1970-1972) στο Παρίσι. Η τέχνη του είναι κατεξοχήν ανθρωποκεντρική και, σε μεγάλο βαθμό, αυτοβιογραφική. Αυτό δεν αφορά μόνο τη θεματογραφία, αλλά και την άμεση συγκινησιακή σχέση που διατηρεί με τα εικαστικά του μέσα, σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας ενός έργου. Από τις πρωιμότερες δοκιμές του στη ζωγραφική, είναι φανερό ότι τον ενδιαφέρει αφενός η παρατήρηση των οικείων του πραγμάτων –ανθρώπων και χώρων–, αφετέρου η εκφραστικά φορτισμένη ζωγραφική απόδοσή τους. Η μελέτη της εικόνας του ανθρώπινου σώματος είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό του έργου του. Ο ίδιος έχει επανειλημμένα αναφερθεί στις επιρροές που έθρεψαν τις ζωγραφικές του αρχές: το Γ. Μπουζιάνη, τον Α. Giacometti και το Γ. Χαλεπά, στους οποίους θα προσθέταμε τον πρώτο του δάσκαλο Π. Σαραφιανό και τον Γ. Μόραλη. Όπως η πλειοψηφία των συνομήλικων του καλλιτεχνών, επιχείρησε αρκετές επαφές με τη σύγχρονη τέχνη του εξωτερικού και δέχτηκε ποικίλες επιδράσεις, από τις οποίες αφομοίωσε μόνον ό,τι ήταν αναγκαίο στην αναζήτηση της δικής του αλήθειας.
Έως τις αρχές τις δεκαετίας του '70, το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στην αναζήτηση ενός είδους νέας παραστατικότητας, με έκδηλη την προσπάθεια αποφυγής των παραδοσιακών μορφοπλαστικών στοιχείων. Τέτοιες εικαστικές ανησυχίες, σε συνδυασμό με την επιμονή σε μια θεματογραφία της καθημερινότητας, έχουν σχέση με το νεορεαλιστικό ρεύμα εκείνης της εποχής, όπως δείχνει και η συμμετοχή του στην ομάδα «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές». Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο μπορεί να ενταχθεί και η πολιτική στράτευση που χαρακτηρίζει κυρίως την αμέσως επόμενη φάση της παραγωγής του (μέχρι το 1978). Η ρεαλιστική εκδοχή της ζωγραφικής του διαφέρει από την ανάλογη κυρίαρχη τάση εκείνης της περιόδου, αφού σπάνια βασίζεται στη χρήση φωτογραφικών ντοκουμέντων, ενώ, επιπλέον, η βιωματική διάσταση, που διέπει την όλη διαδικασία κατασκευής των έργων του, ακυρώνει οποιαδήποτε πρόθεση ρεαλιστικής αντικειμενικότητας.

Στη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80, η ζωγραφική του εξελίσσεται προς ένα σαφέστερα προσωπικό ύφος, που συγκροτείται κατά κύριο λόγο μέσα από την επεξεργασία του εικαστικού χώρου και τον ειδικό χειρισμό του χρωματικού υλικού. Όλο και περισσότερο, η ανθρώπινη μορφή πρωταγωνιστεί. Η ατομική, κοινωνική και καλλιτεχνική υπόσταση του δημιουργού αναλύονται και σχολιάζονται με ζωγραφικούς όρους, σε αυτοπροσωπογραφίες, γυμνά και προσωπογραφίες οικείων προσώπων. Τα διάφορα στάδια της αργής και επίπονης διαδικασίας, που καταλήγει στην οριστική μορφοποίηση κάθε φιγούρας, παραμένουν εμφανή στην τελική, σχεδόν ανάγλυφη, εικόνα. Η υπερεκφραστική αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου δεν απέχει πολύ από κάποια εξπρεσιονιστικά γνωρίσματα, τα οποία άλλωστε ανιχνεύονται στο σύνολο του έργου του.

Στη συνέχεια της πορείας του μέχρι τις πρόσφατες εκθέσεις του, η υπαρξιακή διάσταση της τέχνης του κορυφώνεται. Η ενδοσκόπηση αγγίζει τα βάθη της μεταφυσικής αγωνίας και η παρατήρηση του κόσμου παίρνει διαστάσεις στοχασμού για τη φθορά των ανθρώπινων αξιών. Η αύξηση της ψυχικής έντασης, όπως και στο παρελθόν, εκτονώνεται με την άμεση αντανάκλασή της στην επεξεργασία του ζωγραφικού υλικού. Στις τεχνικές που είχε έως τώρα επιλέξει (ελαιογραφία, υδατογραφία και χαρακτική σε χαλκό) προστίθενται νέα υλικά. Οι εικόνες ανοίγονται στον τρισδιάστατο χώρο με γύψινα γλυπτά και μεταλλικές κατασκευές. Αν και οι μορφές μοιάζουν διαλυμένες, στα όρια της αποσύνθεσης, η καλλιτεχνική πρόταση υπερβαίνει το απαισιόδοξο σχόλιο, καθώς ο χώρος οργανώνεται σε καθαρές ρυθμικές ενότητες, που μετατρέπουν το αυτοκαταστροφικό πάθος σε αισθητική δημιουργία.
Όπως ήταν ανέκαθεν φανερό από την επιτυχία του στο κοινό και στην τεχνοκριτική, εκπροσωπεί με εντυπωσιακό και πολύ προσωπικό τρόπο μια σημαντική γενιά καλλιτεχνών που έδωσαν το στίγμα μιας ελληνικής ζωγραφικής με σύγχρονο προβληματισμό και εμμονή στις ποιοτικές αξίες. Παρά την έξαρση της ατομικότητάς του, η λυτρωτική λειτουργία της καλλιτεχνικής πράξης εξασφαλίζει έναν πολύτιμο πνευματικό αντίκτυπο για όσους πλησιάζουν αυτή την τέχνη.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις [στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και το Παρίσι] και έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις [στην Ελλάδα και στο εξωτερικό].
Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ (Εθνική Πινακοθήκη), στις Πινακοθήκες του Δήμου Αθηναίων και Ρόδου, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, Στη Συλλογή ΜΙΕΤ, στο Μουσείο Βορρέ, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, στο ΕΜΠ, Στο ΑΠΘ, στο ΥΠ.ΠΟ κ.α.
Συνεργάστηκε με την Επιθεώρηση Τέχνης (1961-1965) και με το "Ελεύθερο Θέατρο" (1973). Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον του για την εικονογράφηση ποητικών έργων [...] και τη συνεργασία με λογοτέχνες και θεωρητικούς. Έχει δημοσιεύσει κείμενα σε καταλόγους εκθέσεων, λογοτεχνικά περιοδικά και άλλα έντυπα, ενώ επιδόθηκε και στην αρθρογραφία, με τακτικές επιφυλλίδες για θέματα τέχνης στις εφημερίδες Τα Νέα (1990-1991) και Το Βήμα (1992-1994). Δίδαξε σχέδιο σε ιδιωτική σχολή διακοσμητικών τεχνών (1974-1976). Από το 1989 διδάσκει ζωγραφική στην ΑΣΚΤ ως καθηγητής [...].

Φωτογραφίες από το Αtelier του κου Μπότσογλου









Σταθόπουλος Γιώργος



Ο Γιώργος Σταθόπουλος γεννήθηκε στη Καλλιθέα Τριχωνίδος. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Αθήνα στην Α.Σ.Κ.Τ. (1966-1971) κοντά στους Γιάννη Μόραλη, Νίκο Νικολάου, Γιάννη Παππά και Δημήτρη Καλαμάρα . Το 1970 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα. 'Εχει ακόμη μετάσχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. 'Εχει εικονογραφήσει και σειρά βιβλίων, εξώφυλλων δίσκων και αφισσών.
Την ομορφιά της ζωής αποπνέουν τα έργα του Γιώργου Σταθόπουλου, ο οποίος παρουσιάζει τη νέα του δουλειά στην ΕPsilon Art Gallery. Πρόκειται για μια σειρά νέων ακρυλικών έργων μικρών και μεσαίων διαστάσεων στα οποία συνειδητά ο καταξιωμένος ζωγράφος εστιάζει στο «ωραίον».
Γυναίκες εκρηκτικές που σφύζουν από υγεία, με μακριά ξέπλεκα μαλλιά, ημίγυμνες και ερωτικές, γεμάτες καμπύλες επιδίδονται σε θωπευτικά καλέσματα. Οι αποκαλυπτικές ποδηλάτισσες του Σταθόπουλου, τα καταφέρνουν περίφημα στις ορθοπεταλιές της ζωής, ενώ οι καπνίστριες του, απολαμβάνουν τις μικρές χαρές της, τυλίγονται στο παραμύθι του καπνού και αποπνέουν ελευθερία και χειραφέτηση μιας άλλης εποχής.
Τα ζευγάρια του, σύμβολα ζωής, σε αισθησιακούς εναγκαλισμούς στέλνουν μηνύματα αγάπης και αισιοδοξίας, ενώ η συνύπαρξη τους ανοίγει τον ορίζοντα του αύριο και κυοφορεί την ομορφιά.